- σέρφινγκ
- το, Νάκλ. (ξεν. λ.)1. κυματοδρομία, είδος θαλάσσιου αθλήματος που συνίσταται στην ισορροπία και πλεύση τού αθλητή πάνω σε ειδική σανίδα από ξύλο ή πλαστικό στην κορυφή τών κυμάτων2. είδος πλωτής σανίδας που χρησιμοποιείται για το παραπάνω άθλημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. surfing «κυματοδρομία» < surf «θραύση κυμάτων»].
Dictionary of Greek. 2013.