σέρφινγκ

σέρφινγκ
το, Ν
άκλ. (ξεν. λ.)
1. κυματοδρομία, είδος θαλάσσιου αθλήματος που συνίσταται στην ισορροπία και πλεύση τού αθλητή πάνω σε ειδική σανίδα από ξύλο ή πλαστικό στην κορυφή τών κυμάτων
2. είδος πλωτής σανίδας που χρησιμοποιείται για το παραπάνω άθλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. surfing «κυματοδρομία» < surf «θραύση κυμάτων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σερφίστας — ο, θηλ. σερφίστρια, Ν (ξεν. λ.) αυτός που κάνει σέρφινγκ, αθλητής τού σέρφινγκ, κυματοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέρφινγκ* + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”